Εικόνες: Κατερίνα Σπαθάρα Ένας βατραχάκος στο νηπιαγωγείο
Μια ιστορία αφιερωµένη στα παιδιά του νηπιαγωγείου
και των πρώτων τάξεων του δηµοτικού
Η συγγραφέας Αρήτη Μαρθανασσέα και η ζωγράφος
Κατερίνα Σπαθάρα δηµοσιεύουν την ιστορία αυτή στο
διαδίκτυο για να µπορούν οι νηπιαγωγοί, οι δάσκαλοι
και οι γονείς που ενδιαφέρονται να την εκτυπώσουν
και να τη διαβάσουν στα παιδιά.
Μια ιστορία αφιερωµένη στα παιδιά του νηπιαγωγείου
και των πρώτων τάξεων του δηµοτικού
Η συγγραφέας Αρήτη Μαρθανασσέα και η ζωγράφος
Κατερίνα Σπαθάρα δηµοσιεύουν την ιστορία αυτή στο
διαδίκτυο για να µπορούν οι νηπιαγωγοί, οι δάσκαλοι
και οι γονείς που ενδιαφέρονται να την εκτυπώσουν
και να τη διαβάσουν στα παιδιά.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας µικρός πράσινος βατραχάκος, ο Οδυσσάκος, που τον
αγαπούσε πολύ η µαµά του. Τον αγαπούσαν και οι τρεις µεγάλες αδελφές του και ο µπαµπάς
του.
Ο Οδυσσάκος ήταν το µικρότερο βατραχάκι της γειτονιάς του. ∆εν υπήρχε κανένα άλλο
βατραχάκι για να παίζει µαζί του. Όλα ήταν µεγαλύτερα και είχαν πάντα διαβάσµατα και
σχολεία και φροντιστήρια και κολυµβητήρια… ∆εν είχαν χρόνο για τον Οδυσσάκο. Έτσι κι
αυτός καθόταν µόνος του στη µικρή λιµνούλα που του είχε φτιάξει ο µπαµπάς του στην αυλή
τους. Έκανε βουτιές, µάζευε χώµα και έκανε λάσπη, κυλιόταν στη λάσπη για να γίνει
ολόκληρος καφέ και µετά έκανε πάλι βουτιές για να ξεπλυθεί. Έκοβε φύλλα και ξυλαράκια
και έφτιαχνε καραβάκια και έπαιζε πολλές ώρες µε αυτά στη λιµνούλα του µοναχός του.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε ο Σεπτέµβριος και άνοιξαν τα σχολεία. Ο Οδυσσάκος
γράφτηκε στο νηπιαγωγείο. Ο µπαµπάς του τον πήγε στο βιβλιοπωλείο και αγόρασε τσάντα,
ποτηράκι, µολύβια και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Έκανε µπάνιο για να είναι καθαρός και περίµενε
µε αγωνία να ξηµερώσει η µέρα που θα πήγαινε επιτέλους να παίξει κι αυτός µε τα άλλα
νηπιοβατραχάκια στο νηπιαγωγείο. Το άλλο πρωί η µαµά του τον πήρε από το χέρι και εκείνος σ` όλο το δρόµο χοροπηδούσε και
τραγουδούσε χαρούµενος.
«Βρεκεκέξ µεγάλωσα, πηγαίνω στο σχολείο, βρεκεκέξ βρεκεκάκος, είµαι ο µεγάλος
Οδυσσάκος» Στο νηπιαγωγείο η δασκάλα τους περίµενε χαµογελαστή. Του άνοιξε την πόρτα για να µπει
στην αυλή, όπου ήταν και άλλα βατραχάκια που έπαιζαν κυνηγητό και κρυφτό. Ο Οδυσσάκος
άρχισε κι αυτός να τρέχει µαζί τους και να πηδάει πάνω από τις µικρές λακκουβίτσες µε το
νερό που υπήρχαν γύρω από τα µεγάλα δέντρα της αυλής.
«Μαµά είναι τέλεια!», φώναξε αλλά τότε κατάλαβε πως η µαµά του δεν ήταν µέσα στην αυλή.
«Μαµά, µαµά, πού είσαι;», φώναζε όσο πιο δυνατά µπορούσε ψάχνοντας παντού µε τα
µατάκια του γεµάτα δάκρυα.
Την είδε να του κουνάει το χέρι της από την άλλη µεριά της αυλής, έξω από τα κάγκελα.
Έτρεξε γρήγορα κοντά της.
«Μαµά, γιατί µε άφησες µόνο µου;», ρώτησε κλαίγοντας σχεδόν όταν έφτασε δίπλα της.
«Κοίτα γύρω σου, καλέ µου! ∆ες πόσα βατραχάκια είναι εδώ και θέλουν να παίξουν µαζί σου!
Τώρα µεγάλωσες, θα έχεις ένα σωρό φίλους, δε θα είσαι µόνος σου! Εγώ θα έρθω να σε
πάρω το µεσηµέρι για να πάµε στο σπίτι για φαγητό».
«Οδυσσάκο, έλα να παίξουµε!», φώναξαν εκείνη τη στιγµή δυο βατραχάκια πετώντας του µια
πράσινη µπαλίτσα. Ο Οδυσσάκος έσκυψε, πήρε τη µπαλίτσα, κοίταξε τη µαµά του που του
χαµογελούσε, κοίταξε τα βατραχάκια που τον φώναζαν, δεν ήξερε τι να κάνει.
«Θα σε περιµένω να έρθεις να µε πάρεις το µεσηµέρι για φαγητό», είπε στη µαµά του και της
έδωσε τη µπαλίτσα.. «Θα έρθω», του είπε εκείνη, του χάιδεψε το µάγουλό του και πέταξε τη µπαλίτσα στα
βατραχάκια που τον φώναζαν.
Το µεσηµέρι, στο τραπέζι, ο Οδυσσάκος διηγήθηκε στις µεγάλες αδελφές του, στο µπαµπά
του και στη µαµά του τι ωραία πέρασε στο νηπιαγωγείο παίζοντας µε τα νηπιοβατραχάκια.
ΤΕΛΟΣ
αγαπούσε πολύ η µαµά του. Τον αγαπούσαν και οι τρεις µεγάλες αδελφές του και ο µπαµπάς
του.
Ο Οδυσσάκος ήταν το µικρότερο βατραχάκι της γειτονιάς του. ∆εν υπήρχε κανένα άλλο
βατραχάκι για να παίζει µαζί του. Όλα ήταν µεγαλύτερα και είχαν πάντα διαβάσµατα και
σχολεία και φροντιστήρια και κολυµβητήρια… ∆εν είχαν χρόνο για τον Οδυσσάκο. Έτσι κι
αυτός καθόταν µόνος του στη µικρή λιµνούλα που του είχε φτιάξει ο µπαµπάς του στην αυλή
τους. Έκανε βουτιές, µάζευε χώµα και έκανε λάσπη, κυλιόταν στη λάσπη για να γίνει
ολόκληρος καφέ και µετά έκανε πάλι βουτιές για να ξεπλυθεί. Έκοβε φύλλα και ξυλαράκια
και έφτιαχνε καραβάκια και έπαιζε πολλές ώρες µε αυτά στη λιµνούλα του µοναχός του.
Έτσι πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε ο Σεπτέµβριος και άνοιξαν τα σχολεία. Ο Οδυσσάκος
γράφτηκε στο νηπιαγωγείο. Ο µπαµπάς του τον πήγε στο βιβλιοπωλείο και αγόρασε τσάντα,
ποτηράκι, µολύβια και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Έκανε µπάνιο για να είναι καθαρός και περίµενε
µε αγωνία να ξηµερώσει η µέρα που θα πήγαινε επιτέλους να παίξει κι αυτός µε τα άλλα
νηπιοβατραχάκια στο νηπιαγωγείο. Το άλλο πρωί η µαµά του τον πήρε από το χέρι και εκείνος σ` όλο το δρόµο χοροπηδούσε και
τραγουδούσε χαρούµενος.
«Βρεκεκέξ µεγάλωσα, πηγαίνω στο σχολείο, βρεκεκέξ βρεκεκάκος, είµαι ο µεγάλος
Οδυσσάκος» Στο νηπιαγωγείο η δασκάλα τους περίµενε χαµογελαστή. Του άνοιξε την πόρτα για να µπει
στην αυλή, όπου ήταν και άλλα βατραχάκια που έπαιζαν κυνηγητό και κρυφτό. Ο Οδυσσάκος
άρχισε κι αυτός να τρέχει µαζί τους και να πηδάει πάνω από τις µικρές λακκουβίτσες µε το
νερό που υπήρχαν γύρω από τα µεγάλα δέντρα της αυλής.
«Μαµά είναι τέλεια!», φώναξε αλλά τότε κατάλαβε πως η µαµά του δεν ήταν µέσα στην αυλή.
«Μαµά, µαµά, πού είσαι;», φώναζε όσο πιο δυνατά µπορούσε ψάχνοντας παντού µε τα
µατάκια του γεµάτα δάκρυα.
Την είδε να του κουνάει το χέρι της από την άλλη µεριά της αυλής, έξω από τα κάγκελα.
Έτρεξε γρήγορα κοντά της.
«Μαµά, γιατί µε άφησες µόνο µου;», ρώτησε κλαίγοντας σχεδόν όταν έφτασε δίπλα της.
«Κοίτα γύρω σου, καλέ µου! ∆ες πόσα βατραχάκια είναι εδώ και θέλουν να παίξουν µαζί σου!
Τώρα µεγάλωσες, θα έχεις ένα σωρό φίλους, δε θα είσαι µόνος σου! Εγώ θα έρθω να σε
πάρω το µεσηµέρι για να πάµε στο σπίτι για φαγητό».
«Οδυσσάκο, έλα να παίξουµε!», φώναξαν εκείνη τη στιγµή δυο βατραχάκια πετώντας του µια
πράσινη µπαλίτσα. Ο Οδυσσάκος έσκυψε, πήρε τη µπαλίτσα, κοίταξε τη µαµά του που του
χαµογελούσε, κοίταξε τα βατραχάκια που τον φώναζαν, δεν ήξερε τι να κάνει.
«Θα σε περιµένω να έρθεις να µε πάρεις το µεσηµέρι για φαγητό», είπε στη µαµά του και της
έδωσε τη µπαλίτσα.. «Θα έρθω», του είπε εκείνη, του χάιδεψε το µάγουλό του και πέταξε τη µπαλίτσα στα
βατραχάκια που τον φώναζαν.
Το µεσηµέρι, στο τραπέζι, ο Οδυσσάκος διηγήθηκε στις µεγάλες αδελφές του, στο µπαµπά
του και στη µαµά του τι ωραία πέρασε στο νηπιαγωγείο παίζοντας µε τα νηπιοβατραχάκια.
ΤΕΛΟΣ
Αρήτη Μαρθανασσέα
Για να δείτε και να εκτυπώσετε κάντε κλικ παρακάτω:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου